Η Σούτσστάφελ (στα γερμανικά Schutzstaffel, που σημαίνει «μοίρα ασφαλείας») ή συντομογραφικά SS (Ες-Ες) από τα αρχικά της γερμανικής λέξης, αποτέλεσε μεγάλη εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση στη Γερμανία, η οποία ήταν η μετεξέλιξη των Ταγμάτων Εφόδου (SA) (Sturmabteilung) και λειτουργούσε ως παραστρατιωτικό σκέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών (Ναζιστικού κόμματος, NSDAP). Ευρύτερα γνωστό είναι το μάχιμο παρακλάδι της Schutzstaffel, Waffen-SS.
Όταν ο Χίτλερ αποφυλακίστηκε, ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημά του το 1923 (γνωστό στην Ιστορία ως "Πραξικόπημα της μπιραρίας" (Beer Hall Putch) συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν προσωπική προστασία αποτελούμενη από περισσότερα του ενός άτομα. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στον προσωπικό του σωματοφύλακα Γιούλιους Σρεκ (Julius Schreck) να οργανώσει μια ομάδα από οκτώ ένστολους σωματοφύλακες, τους οποίους επονόμασε Σούτσστάφελ (Schutzstaffel), δηλαδή ομάδα προστασίας ή, συντομογραφικά, SS. Η ομάδα αυτή αποτέλεσε νέα μονάδα των Ταγμάτων Εφόδου(Sturmabteilung, συντ. SA), τον ιδιωτικό στρατό του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, του οποίου τότε ηγείτο ο Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm). Πρώτος ηγέτης των SS ήταν ο δημοσιογράφος του "Λαϊκού Παρατηρητή" (Völkischer Beobachter) Μπέρχτολντ (Berchtold), καθώς όμως αυτός ήταν μάλλον χαμηλότερων τόνων από όσο ο Χίτλερ επιθυμούσε, τον αντικατέστησε με τον Έρχαρντ Χάιντεν (Erhard Heiden), πρώην αστυνομικό με αμφίβολη υπόληψη.
Τον Ιανουάριο του 1929 ανατέθηκε από το Κόμμα στον Χάινριχ Χίμλερ η ηγεσία της μονάδας SS. Τα Ες-Ες άρχισαν να αναπτύσσονται υπό μορφή ταγμάτων και, χάρη στον ηγέτη τους και την υποστήριξη του Χίτλερ, επεκτάθηκαν σημαντικά. Ιδιαίτερα μετά την εξόντωση της ηγεσίας των SA και τον υποβιβασμό του ρόλου τους, τα SS αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες παραστρατιωτικές οργανώσεις της εποχής: Το 1932 αριθμούσαν περίπου 30.000 άνδρες και, καθώς επίκεινταν εκλογές και όλα τα πολιτικά κόμματα διέθεταν τους δικούς τους οπαδούς, που ήταν έτοιμοι για άγριες συγκρούσεις στους δρόμους, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα στρατολογούσε όλο και περισσότερους. Όταν ο Χίτλερ έγινε Καγκελάριος, το 1933, τα SS αριθμούσαν ήδη 100.000 άνδρες (Ιανουάριος 1933). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα SS αριθμούσαν περισσότερους από ένα εκατομμύριο άνδρες, καθώς στρατολογήθηκαν σε αυτά και άτομα από κατακτημένες χώρες, τα οποία είχαν σφόδρα αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις. Προς το τέλος του πολέμου, μάλιστα, δόθηκε η δυνατότητα σε εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου να πλαισιώσουν τα "ένοπλα SS".
Στα SS στρατολογούνταν αρχικά αποκλειστικά στελέχη αμιγούς αρείας καταγωγής (γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος για την καταγωγή του υποψηφίου) και, παράλληλα, έπρεπε να τρέφουν τυφλή αφοσίωση στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και στον Ηγέτη (Führer), Αδόλφο Χίτλερ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου επιτράπηκε η στρατολόγηση και μη Γερμανών, αρκεί να διαπνέονταν από σφοδρά αντικομμουνιστικές απόψεις. Η πειθαρχία στα SS ήταν αυστηρότερη ακόμη και από αυτή του τακτικού στρατού. Η συμμετοχή μελών των SS σε παράνομες πράξεις (κλοπές, καταχρήσεις δημοσίου χρήματος κ.τ.λ.) τιμωρείτο αυστηρά και από την τιμωρία δεν εξαιρούνταν ούτε προσωπικοί φίλοι των υψηλά ισταμένων. Στις πράξεις αυτές δεν εντάσσονταν οι βιαιότητες εναντίον Εβραίων ή κρατουμένων (αν και κάποια μέλη των SS τιμωρήθηκαν και για τέτοιες πράξεις).
Κλάδοι, ειδικές Μονάδες
Στην πορεία εξέλιξής τους τα SS απέκτησαν δύο "κλάδους": Ένα πολιτικό (Allgemeine SS, «Γενικά SS»), ο οποίος είχε κυρίως πολιτική δράση, και ένα στρατιωτικό (Waffen SS, «Ένοπλα SS»), τα οποία οργανώθηκαν σε κανονικές στρατιωτικές μονάδες και πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και των δύο μετώπων. Ο Χίτλερ, μάλιστα, σχεδίαζε την ανάπτυξη των ενόπλων SS σε μεγάλη κλίμακα, καθώς δεν εμπιστευόταν καθόλου την ηγεσία της Βέρμαχτ (για ορισμένους, μάλιστα, ηγέτες του γερμανικού στρατού, ένιωθε ιδιαίτερη αντιπάθεια). Τα SS είχαν δική τους ιεραρχία (οι βαθμοί διέφεραν από τους αντίστοιχους στρατιωτικούς), δικά τους εμβλήματα και, φυσικά, δικές τους στολές (μαύρες), διαφορετικές από αυτές της Βέρμαχτ.
Ανέπτυξαν, επίσης, δύο ημιανεξάρτητους "κλάδους", την SD (Sicherheitsdienst, «Υπηρεσία Ασφαλείας»), μία υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας και κατασκοπείας, και την Γκεστάπο (Geheime Staatpolizei), την μυστική αστυνομία, η οποία κατέλυσε κάθε έννοια νόμου και δικαίου τόσο στη Γερμανία όσο και στις κατακτημένες περιοχές.
Ειδικές μονάδες των SS ήταν, επίσης, οι Einsatzgruppen (Μονάδες Ειδικής Δράσης, Τάγματα θανάτου) που συστήνονταν για ad hoc αποστολές όπως, σύμφωνα με τα λόγια του Διοικητή των Ες-Ες Έριχ φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι (Erich von dem Bach-Zelewski), «ο αφανισμός των Εβραίων, των Τσιγγάνων και των πολιτικών κομισάριων» και ελέγχονταν από την υπηρεσία RSHA, της οποίας ηγείτο αρχικά ο Ράινχαρντ Χάιντριχ και, μετά τη δολοφονία του το 1942, ο Ερνστ Καλτενμπρούννερ (Ernst Kaltenbrunner). Η αρχική αποστολή των ομάδων αυτών ήταν η εξασφάλιση των μετόπισθεν στις κατακτημένες περιοχές, σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις, όπως στο Μπαμπί Γιάρ, αναλάμβαναν και αποστολές εξόντωσης και ταφής νεκρών θυμάτων και εξαφάνισης πειστηρίων των εγκληματικών πράξεων που είχαν διαπραχθεί. Ειδικότερα, στη Ρωσία, όπου ακολούθησαν τα στρατεύματα του Χίτλερ στις κατακτημένες περιοχές, είχαν ως στόχο την εξόντωση Εβραίων, Αθιγγάνων και Κομμουνιστών. Οι δραστηριότητες αυτές εντάσσονταν στο γενικότερο ναζιστικό σχέδιο της "Τελικής Λύσης" ("Endlösung")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου